Κείμενα - Φωτογραφίες: Μαριάννα Δώδου

Κείμενα – φωτογραφίες: Μαριάννα Δώδου

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

IΙΙ. Ντερριντά - Μαλλαρμέ, η διπλή συνεδρία (Μέρος Β): το λευκό και η πτύχωση


Η «πτύχωση» και το «λευκό» αναγνωρίζονται από τους μελετητές του Μαλλαρμέ ως δύο θεματικές με ανεξάντλητη πολυσημία. Για τον Ντερριντά ωστόσο, η «πτύχωση» και το «λευκό» (όπως και ο «υμένας») δε δύνανται να θεματοποιηθούν, ανθίστανται στον ορισμό και τη νοηματοδότηση, αποτελώντας «στίγματα» [marques] που στίζουν και ανα-στιγματίζουν αδιάλειπτα, και των οποίων η πολυσημία εκπτύσσεται και συμπτύσσεται μέσα στην κίνηση μιας βεντάλιας. Η ανάγνωση της μαλλαρμεϊκής «βεντάλιας» δεν περιορίζεται, κατά το γάλλο φιλόσοφο, στον εντοπισμό της διασποράς των (άπειρων) συμβεβηκότων της (φτερούγα, χαρτί, ιστίο, πτύχωση, χορεύτρια, κ.ο.κ.), αλλά στη διαπίστωση ότι η βεντάλια ανα-στιγματίζει τον εαυτό της: εγγράφει μεν το εμπειρικό αντικείμενο που υποτίθεται ότι αναγνωρίζεται πίσω από το όνομά της, ανοιγοκλείνει επιπλέον τον εαυτό της μέσα σε όλες τις σημασιολογικές ενότητες που λειτουργούν ως μετωνυμίες, μεταφορές, αναλογίες της, κυρίως όμως εγγράφει την κίνηση και τη δομή της βεντάλιας ως κειμένου, μεσοδιαστήματος, πτύχωσης ή υμένα ανάμεσα σε όλες τις παραπάνω νοηματικές εν-τυπώσεις, εντέλει ως γραφής, που θέτει τις τελευταίες μεταξύ τους σε σχέσεις διαφοράς ή ομοίωσης.

Κατά τον ίδιο τρόπο το μαλλαρμεϊκό «λευκό» εισάγει το λευκό ως λευκό ανάμεσα στις πολλαπλές σημασίες των «λευκών», ως υμένα που τις ενώνει και τις διαφοροποιεί μέσα στη σημασιολογική σειρά των «λευκών». Από αυτή την άποψη, το λευκό είναι η άπειρη ολότητα της πολυσημικής σειράς των «λευκών» και επιπλέον η βεντάλια, ο τόπος γραφής όπου παράγεται αυτή η ολότητα (το λευκό της σελίδας της γραφής ή το λευκό του περιθωρίου). Αυτό το επιπλέον, δεν είναι ούτε ένα επιπλέον νόημα, ούτε η υπερβατολογική ρίζα της σειράς, ούτε το θεμελιώδες σημαίνον ή σημαινόμενο της σειράς, αλλά έχει πάντα ένα αντιπρόσωπό του στη σειρά (ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο, όπως αυτό της λευκής σελίδας). Έτσι το «λευκό» στίζει κάθε λευκό, την παρθενικότητα, την ψυχρότητα, το χιόνι, το ιστίο, το φτερό, τον κύκνο, τον αφρό, το χαρτί, κ.ο.κ., και επιπλέον (στίζει) το λευκό που επιτρέπει το στίγμα, διασφαλίζοντας το χώρο υποδοχής και παραγωγής του. Το δεύτερο λευκό λειτουργεί ως «αναπλήρωμα», στο βαθμό που δύναται ανά πάσα στιγμή να προστεθεί ή να αποσπαστεί από τη σημασιολογική σειρά-αλυσίδα, της οποίας κάθε σημαίνον αναδιπλώνεται μέσα στη γωνία αυτού του ανα-στίγματος. Το «αναπληρωματικό» λευκό δεν υπεισέρχεται μόνο στην πολυσημική σειρά των «λευκών», αλλά και ανάμεσα στα σημεία κάθε σημασιολογικής σειράς, όπως επίσης και ανάμεσα σε όλες τις σημασιολογικές σειρές, επιτρέποντας σε κάθε σειρά να ανοιγοκλείνει. 

Έτσι εκλαμβανόμενο, το λευκό πάντα πτυχώνεται, έχει ως στίγμα του την πτύχωση. Η σημειολογική, μεταφορική και θεματική συνάφεια ανάμεσα στο περιεχόμενο «λευκό» και το περιεχόμενο «κενό» (υπό την έννοια του μεσοδιαστήματος, του ενδιάμεσου) έχει ως αποτέλεσμα κάθε πλήρως νοήματος λευκό της σημασιολογικής σειράς να αποτελεί σχήμα λόγου του λευκού «κενού» και αντίστροφα. Η διασπορά των λευκών παράγει μία δομή τροπολογική, η οποία κινείται άπειρα πάνω στον εαυτό της, μέσω ενός πλεονάσματος μετωνυμίας ή μεταφοράς και, καθιστώντας τα πάντα μετωνυμίες και μεταφορές, καταργεί τη διάκριση μεταξύ κύριας σημασίας και μεταφοράς, μέρους και όλου. Η κατάργηση αυτή οφείλεται στο ότι το λευκό λευκαίνεται, στο βαθμό που πτυχώνεται: είτε στίζοντας με ένα στίγμα (χιόνι, κύκνος, παρθενικότητα, χαρτί, κλπ.) είτε αποσύροντας το στίγμα του (ως κενό, ενδιαμεσότητα, μεσοδιάστημα, διάστιχο κλπ.), ανα-στίζει τον εαυτό του, αφήνει το στίγμα του δύο φορές. Πτυχώνεται γύρω από αυτό το παράξενο όριο, όντας ταυτόχρονα η εσωτερικότητα και η εξωτερικότητα του εαυτού του, η περιπλοκή εκείνη όπου το αναπληρωματικό σημάδι του λευκού (το α-σημαντικό κενό) εφαρμόζεται πάνω στην ολότητα των (πλήρους σημασίας) λευκών, πτυχώνοντας τον εαυτό του ως ιστίο, ύφασμα ή κείμενο. Τίποτε δεν προηγείται αυτής της εφαρμογής, κατά συνέπεια δε δύναται να υπάρξει ποτέ Λευκό με κεφαλαίο λάμδα, ούτε θεολογία του Κειμένου.

Η πτύχωση του λευκού συνιστά ταυτόχρονα την παρθενικότητα και αυτό που την παραβιάζει, παραμένοντας, ως κείμενο, μη αναγώγιμη σε καμία από τις δύο παραπάνω σημασίες. Αυτή η λειτουργία της πτύχωσης του λευκού, που παραβιάζει την παρθενικότητα την οποία στίζει, ανιχνεύεται στο μαλλαρμεϊκό κείμενο: «το μηχάνημα διπλώματος […] πρόσωπο-με-πρόσωπο με το μεγάλο τυπωμένο χαρτί», η «παρεμβολή του διπλώματος ή του ρυθμού, αρχική αιτία που ένα κλειστό φύλλο εμπερικλείει ένα μυστικό, η σιωπή κατοικεί σε αυτο», «η αναδίπλωση του χαρτιού και το από κάτω που εγκαθιστά, η διάσπαρτη σκιά σε μαύρους χαρακτήρες», «η παρθενική αναδίπλωση του βιβλίου […] ευάλωτα απαραβίαστη», πριν από «την εισβολή ενός όπλου ή χαρτοκόπτη, για να εγκαθιδρύσει την κατάκτηση της ιδιοκτησίας», πριν από «την απόπειρα που ολοκληρώνεται», «Η παρθενική αναδίπλωση του βιβλίου, ακόμα, έτοιμη για μία θυσία της οποίας αιμορράγησε η κόκκινη τομή των αρχαίων τόμων», «Να με, στην πραγματική περίπτωση, που εγώ ο ίδιος, μπροστά στα φυλλάδια προς ανάγνωση μετά την τρέχουσα χρήση, κραδαίνω ένα μαχαίρι, σα μάγειρας που έσφαξε τα πουλερικά». Πριν από την εισβολή του χαρτοκόπτη, η πτύχωση διαιρεί η ίδια τον εαυτό της, διατηρώντας ωστόσο την παρθενικότητά της ανέπαφη, αυτή που έτεινε απέναντι στο χαρτοκόπτη: «Οι πτυχώσεις θα διαιωνίζουν ένα στίγμα, ανέπαφο, κατάλληλο για να ανοίγει κανείς, να κλείνει το φύλλο, ανάλογα με τον κύριό του». Αιωνίως η παραβίαση θα έχει ήδη λάβει χώρα χωρίς να έχει ποτέ καταφέρει να διεισδύσει, καθώς λαμβάνει χώρα πάντα σε μία πτύχωση ενός ιστίου όπου καταργείται κάθε πραγματικότητα.

Στην ποιητική του Μαλλαρμέ, το λευκό του μεσοδιαστήματος της γραφής που προστίθεται στη σημασιολογική αλυσίδα των «λευκών», αναλαμβάνεται από τα σημαίνοντα του λευκού καμβά ή ιστίου, του πτυχωμένου υφάσματος, της επιφάνειας όπου εναποτίθεται κάθε σημάδι, της σελίδας του χαρτιού όπου τρέχει η πένα ή το φτερό: «Η τόσο παλιά θριαμβική μεταρσίωσή μας του γρίφου, / Ιερογλυφικά των οποίων εξυμνείται η χιλιάδα / για να απλώσουν της φτερούγας ένα οικείο ρίγος», «η λευκή δοκιμασία του καμβά μας», «η ευτελής λευκότητα των παραπετασμάτων», «Έψαλλε, κάποτε, ασυνάρτητη, σημείο / Αξιοθρήνητο! την κλίνη σε φύλλα περγαμηνής, / τέτοια υφή απομόνωσης δεν έχει το λινό! δίχως στων ονείρων τις πτυχές το γριμόριο της αγάπης / Ούτε τον πένθιμο θόλο με το έρημο μουαρέ», «Το ωραίο βιβλίο του φαντάσματός του / τάφος και σάβανο μαζί / δονείται από αθανασία / τόμος / για να απλωθεί για έναν μόνο», «Η λάμψη της ρομφαίας / ή λευκός σκεπτόμενος, έχει τα άμφια, […] Ντάντε, στην πικροδάφνη, σε ένα σάβανο διπλώνεται / Ένα σάβανο…», «Εσείς φύλλα παγωμένου χαρτιού / Εξυμνείστε με ως μουσικό / Για την ευσυνείδητη ψυχή του Ζιντ». Λευκό επί λευκού, το λευκό βάφεται από το αναπληρωματικό λευκό ενός λευκού που πλεονάζει, που εγγράφεται, που μαυρίζει από τον εαυτό του, λευκού χωρίς λευκό, που μετατοπίζεται άπειρα στο περιθώριο, που καθιστά ορατά τα «λευκά», που ανατέλλει τυφλώνοντάς μας μέχρι θανάτου, δηλαδή αφανιζόμενο. Μέσα στην αναδίπλωση του λευκού πάνω στο λευκό, το λευκό βάφεται μόνο του, δημιουργείται από μόνο του στον εαυτό του, απλώνοντας στο άπειρο το δικό του άχρωμο, πάντα αόρατο βάθος. Σημάδι πάνω σε σημάδι, κείμενο μέσα στο κείμενο, περιθώριο μέσα στο σημάδι, το ένα μέσα στο άλλο άπειρα επαναλαμβανόμενο: η άβυσσος είναι μαύρη και λευκή μέσα στο τετράγωνο της γραφής, ασπρίζοντας μέσα στην διασπορά του έργου μιας ζαριάς: «Όταν ακόμα και ριγμένη μέσα στις αιώνιες συνθήκες του βάθους ενός ναυαγίου η Άβυσσος ασπρισμένη απλώνεται αγριεμένη» (Μαλλαρμέ, Μία ζαριά ποτέ δε θα καταργήσει το τυχαίο). 

Μαριάννα Δώδου

Βιβλιογραφία: Jacques Derrida, La dissémination, Éditions du Seil, 1972

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου