Κείμενα - Φωτογραφίες: Μαριάννα Δώδου

Κείμενα – φωτογραφίες: Μαριάννα Δώδου

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα: ένα βότσαλο, δύο κόσμοι


«Θα πενθώ πάντα —μ’ ακούς;— για σένα,
Μόνος στον Παράδεισο»

Πενθούμε δυνητικά τον Άλλο από την πρώτη στιγμή της συνάντησής μας μαζί του. Πενθούμε την επερχόμενη απώλειά του στο βαθμό που τον εσωτερικεύουμε χωρίς να τον ιδιοποιούμαστε, τον ενστερνιζόμαστε ως άπειρο Άλλο, εγκολπωνόμαστε την απουσία του, η οποία μας τέμνει εγκάρσια και μας διχοτομεί, σπαράζοντάς μας. Η σφραγίδα του πένθους σπαράζει το ελύτειο Μονόγραμμα σε δύο κόσμους. Ο ποιητής πενθεί την απώλεια του Άλλου στο ενδιάμεσο αυτών των δύο κόσμων: του ουράνιου και του θαλάσσιου. Δύο κόσμοι κατοπτρικοί, καθρεφτιζόμενοι ο ένας μέσα στον άλλο: η θάλασσα εμφανίζεται να υποδέχεται τον έναστρο ουρανό «Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική  / Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα», ενώ στον ουράνιο Παράδεισο διακρίνεται η αντανάκλαση της θαλάσσιας ζωής «Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί / Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα», την ίδια στιγμή που ο Παράδεισος παρουσιάζεται να “αλιεύεται” από τα βάθη της θάλασσας και να επιστρέφεται σε αυτή: «Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο!». Το ουράνιο στερέωμα αναδεικνύεται περαιτέρω σε ένα εν δυνάμει κάτοπτρο της εσωτερικότητας του ανθρώπου: «Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας».

Τα δύο αυτά αντικριστά κάτοπτρα εμφανίζονται διεκδικητικά σε σχέση με την ύπαρξη των δύο εραστών του ποιήματος, όντας έτοιμα να τους καταπιούν. Το πεπρωμένο της απώλειας και της καταβύθισης ήταν ανιχνεύσιμο από πάντα στο πρόσωπο της Αγαπημένης: «Από τι να ‘ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού / Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου», «Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου / Βυθού». Ο ίδιος ο ποιητής την έριξε πίσω στα νερά, επιστρέφοντάς την στην καταγωγική της πατρίδα «Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ / Το λευκό νυφικό της Οφηλίας», «Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς / τον Παράδεισο!», «Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ», θυσιάζοντάς τη θυσιαζόμενος: «Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς / Μαχαίρι / Σαν κριάρι που τρέχει μες τους ουρανούς / Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς». Το «μαζί» των εραστών καταποντίζεται επίσης, μετασχηματισμένο σε κατακερματισμένα πετρώματα —κομμάτια παγωμένης λάβας που έθαψε τα σώματά τους— και στα βότσαλα της άμετρης θλίψης του ποιητή, που σημαδεύουν, το καθένα με το ειδικό βάρος του άλγους που εμπερικλείει, την υδάτινη επιφάνεια: «Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς / Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς / Των ανθρώπων / Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει / Στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς / Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς». Γιατί το «μαζί» πραγματώθηκε μέσα στη διακινδύνευση, παράτολμα, στο σμίξιμο, τη ζεύξη, την τομή των δύο κόσμων, αναδύθηκε ως Νήσος «Μες τη μέση της θάλασσας / Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς / Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς», στη μέση της α-τοπίας του «μη-πού», του οποίου  η  μοναδική πραγματικότητα δεν μπορεί να λάβει χώρα αλλού «Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας / Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς», του οποίου η ανθοφορία «δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς / Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς», του οποίου ο χρόνος είναι ανεπανάληπτος: «Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς / Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς / Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς». Νήσος ηφαιστειογενής, ερωτική, μεταμορφωτική, ανεντόπιστη, θνησιγενής και αθάνατη, όπως ο ίδιος ο Έρωτας. 

Το κάλεσμα του ουρανού «Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς / Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω / Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς» διατείνει το μεσοδιάστημα των δύο κόσμων, εντείνοντας την αγωνία και την οδύνη του ποιητή, που αντιστέκεται στην απειλή του χωρισμού και του σχίσματος: «Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς / Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς». Ο ποιητής ενδίδει στην απόσχιση των δύο κόσμων και τη διχοτόμηση του εαυτού του, στο βαθμό που αποδέχεται την απώλεια, την πλήρη ελευθέρωση του Άλλου —της Αγαπημένης του— «Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί / Μόνος […]», η οποία επιστρέφει σε αυτόν ως φάντασμα που τον στοιχειώνει με την απόλυτη ετερότητά της. Ζώντας για πάντα μέσα του, όντας ταυτόχρονα απείρως μακριά, απείρως απούσα. Υποβάλλοντας τον στον ιδιότυπο αναδιπλασιασμό που συγκροτούν το ζεύγος Ηχώ και Νάρκισσος «Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ / Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ», όπου ο αναδιπλασιασμός του ειδώλου διχάζει τον κατοπτριζόμενο: «Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό / Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο». Το καθρέφτισμα του ποιητή στα νερά επιστρέφει σ' αυτόν τη διττότητα που έχει κυριεύσει την υπόστασή του τόσο ριζικά, ώστε τείνει να την υποκαταστήσει: το υδάτινο είδωλο του Άλλου —της Αγαπημένης— που αναχωρεί ανεπίστρεπτα και το ουράνιο φάσμα του Άλλου —της Αγαπημένης—, που θα τον στοιχειώνει μέσα του για πάντα. Ο ποιητής κατατρύχεται σε όλο το ποίημα από τις αντανακλάσεις του Ναρκίσσου και τους αντίλαλους της Ηχούς —οι τελευταίοι μοιάζουν να πολλαπλασιάζουν εμφατικά τις επικλήσεις του στον Άλλο: «μ’ ακούς;», «μ’ ακούς»,  «Άκου, άκου / Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει – ακούς; / Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς; / Είμ’ εγώ που φωνάζω και είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς / Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;», «Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου».

Παρότι φαινομενικά ηττημένος, ο ποιητής νιώθει ότι στην πραγματικότητα έχει επέλθει μία ουσιαστική δικαίωση «Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί / πριν από την αγάπη και μαζί»: αυτή της αθώωσης, του εξιλασμού του χρόνου, την οποία προϊδεάζουν ήδη οι στίχοι της πρώτης ενότητας: «Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές / Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος / Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός / […] Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα / Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου». Το πλήρωμα του χρόνου, υποσχετικά ελευσόμενο —για τον ποιητή μάλλον ήδη τετελεσμένο—, η συγκατάνευση του Καιρού, εγγυώνται την εγκαθίδρυση του «Για πάντα», της αιωνιότητας της Στιγμής. Ο όρος «Augenblick» (= Στιγμή στα γερμανικά), ο οποίος αποτελεί το πιο κρίσιμο στοιχείο της οντολογίας του χρόνου στη σκέψη του Νίτσε και του Κίρκεγκωρ, στη δανική γλώσσα κατά λέξη σημαίνει: ανοιγοκλείσιμο του ματιού. Μία τροπή του βλέμματος, ενεργοποιημένου ακόμα και από τη ρίψη ενός βότσαλου στα βάθη της θάλασσας «[…] τ’ ολοστρόγγυλο / Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού», είναι αρκετή για να επιφέρει τον εξαγνισμό, τη λύτρωση του χρόνου «Έτσι σ’ έχω κοιτάξει και μου αρκεί / Να ‘χει ο χρόνος όλος αθωωθεί / Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει» και την επιστροφή της ψυχής - φορέα αυτού του βλέμματος στο καθεστώς της λευκότητας και του κυανού (της αθωότητας και της διαύγειας): «Σα δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί / Και να παίζει με τ’ άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!». Η καταποντισμένη λευκότητα του νυφικού της Οφηλίας αναδύεται ως οπτασία φωτός μιας γυναικείας θεϊκής μορφής, αυτή της άφθαρτης πεμπτουσίας της Αγαπημένης, μέσα στο ψυχικό βλέμμα της φωτισμένης διάνοιας, ή, καλύτερα, της νοούσας φαντασίας του ποιητή: «Έχω δει πολλά και η γη μεσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη […] Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς / Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά της θάλασσας».

Είδωλα, κάτοπτρα, ανακλάσεις, διχασμοί, κατακερματισμοί, ανατέμνουν και διασπείρουν άπειρα το ποιητικό υποκείμενο, την ίδια στιγμή που η μοναδική πραγματικότητα της Νήσου του βιωμένου έρωτα εμπλέκεται και αυτή στη δίνη της πολλαπλότητας πραγματικοτήτων, περιβαλλόμενη μία χροιά οφθαλμαπάτης, μία ατμόσφαιρα οντολογικής εκκρεμότητας «και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν / Εάν είναι αλήθεια», «Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ», προσλαμβάνοντας έντονα μεταφυσικό χαρακτήρα: «Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει», «Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει / Τίποτα […]». Η Νήσος του έρωτα, αναλαμβάνοντας τη μεταφυσική διάσταση της ερωτικής σχέσης του ποιητή με την Αγαπημένη του, ως τμήση δύο κόσμων, δύναται να λάβει χώρα μόνο στην αχαρτογράφητη και αχρονολόγητη πατρίδα της διαρρηγμένης από τον Άλλο εσωτερικότητας του ποιητή: «Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική», «Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή / Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση / Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη». Η γεγονότητα της μυστικής αυτής Νήσου διαδραματίζεται στη Χώρα του Αχωρήτου, τη διανοιγμένη στο ύψος, μεταρσιωμένη ενθαδικότητα: «Σαν από μία τοιχογραφία καταστραμμένη / Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή / Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή».

Το ποίημα ανοίγει προοιωνιζόμενο την ελευσόμενη ωριμότητα της Στιγμής, τη συγκατάνευση του Καιρού, προκειμένου το ουράνιο σύμπαν να κατοπτρίσει το γίγνεσθαι της εσωτερικότητας του ανθρώπου —με μία πίστη απορρέουσα από τη συνθήκη της αγάπης— και κλείνει με το αέναο πένθος για την ανεπίστρεπτη αναχώρηση της Αγαπημένης. Οι δύο αυτές συνθήκες έχουν συμβάλλει στην ψυχή του ποιητή. Διανοιγμένος στο σύμπαν των αιθέριων μορφών, ο ποιητής διάγει, μέσα στο πένθος την απουσίας, ένα καθεστώς ατελεύτητης αγάπης «Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι», «Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ», «Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο / Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά» και ατέρμονης επίκλησης του Άλλου «Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου», παρότι ο Λόγος του ποιήματος είναι ακόμα πρώιμος για ν' ακουστεί «σε αυτόν τον κόσμο»: «Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου / Να μιλώ για σένα και για μένα». Ποιον κόσμο; Τον κόσμο της περατότητας των μορφών και της εμμένειας στην προφάνεια, που δεν αντέχει το οντολογικό βάθος του «για πάντα» και καθιστά αναπότρεπτο το χωρισμό, τη σχάση, τον εκμηδενισμό, το τέλος. Τον κόσμο τον οποίο καλείται να αντιμετωπίσει και να υπερβεί το λευκό της πρωταρχικής αθωότητας, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο της συνθήκης της περατότητάς του ποιητικού υποκειμένου, προκειμένου να καταστήσει τη μορφή του οντολογικά αυτόνομη: «Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα / Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου». Πού λαμβάνει χώρα τούτη υπέρβαση; Μέσα στο βλέμμα της ψυχής και το άφθαρτο σύμπαν της φαντασίας του ποιητή - δημιουργού, όπου οι μορφές αναλαμβάνουν και χειρίζονται οι ίδιες το νόημά τους, όπου η ομορφιά αποκαλύπτει την ουσία της: «Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς / Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα / Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες τα κύματα / Ωραιότερες οι αχτίνες όπου δίχως να πατείς περνάς». Όλα αναγεννιούνται εκεί αναβαθμισμένα «ωραία», δηλαδή στο χρόνο τους, μέσα στο ποιητικό βλέμμα, το οποίο καθαίρει στο σύνολό της τη χρονική γεγονότητα, επαναφέροντας τα πράγματα στην καταγωγική τους αίγλη. Και αν ο Λόγος του ποιήματος δοκιμάζει, με την οντολογική του επαναστατικότητα, τις αντοχές και τα όρια αυτού του κόσμου, το Βλέμμα του ποιητή, διεισδύοντας σα «Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού», διαπερνώντας τη διεπιφάνεια περατότητας – απειρότητας, έχει ήδη εισέλθει στη συνθήκη της ελύτειας διαφάνειας, στον ποιητικό, ιδιότυπα μοναχικό «Παράδεισο». Εκεί όπου ο ποιητής, όντας «Μόνος», δεν είναι ποτέ μόνος, είναι πάντα για τον Άλλο—μ’ ακούς;— για σένα»), μέσα στο παράδοξο της άπειρης δια-χρονίας (το «πάντα») του Άλλου. Ες αεί διαρρηγμένος από τον Άλλο, κατειλημμένος από τον Άλλο, που υπογράφει στη θέση του, στο κάθε ανεπανάληπτο, αέναα ριπτόμενο, πανομοιότυπα μελαγχολικό του βότσαλο. Έστω και ελλειπτικά (ή ελυτικά): με ένα Μονόγραμμα.  

Μαριάννα Δώδου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου