Ο. Ελύτης, Μαρία Νεφέλη
Το
λευκό και οι μετωνυμίες του κατακλύζουν τα οράματα της Ψυχής και του Έρωτα στον
πλατωνικό διάλογο Φαίδρος. Η δύναμη του φτερού εμπερικλείει την πεμπτουσία
της λευκότητάς τους. Ολόπτερη η Ψυχή στη συνθήκη της τελειότητάς της, πριν από
την ενσωμάτωσή της, τρέφεται με τα μακάρια θεάματα των αληθινών όντων, περνώντας
κάθε τόσο έξω από την ουράνια αψίδα και ταξιδεύοντας περιφερικά στην πλάτη του
ουράνιου θόλου. Σχεδόν θεϊκή. Ονειροπόλα. Θεώμενη με το νου την ανέγγιχτη,
άχρωμη και άμορφη ουσία των ειδών – ιδεών. Αιθέρια. Το πλατωνικό φαντασιακό τη
συλλαμβάνει ως άρμα, απαρτιζόμενο από τον ηνίοχο και δύο φτερωτά άλογα, ένα
λευκό και ένα μαύρο. Το λευκό, το άλογο του συναισθήματος, ευγενικό και όμορφο,
στητό, καλοδουλεμένο, με ψηλό αυχένα, συνετό και σεμνό, καθοδηγείται με το λόγο
και το παράγγελμα, μη έχοντας ανάγκη από χτυπήματα. Το μαύρο, το άλογο του
αισθησιασμού, ανυπότακτο, ασυγκράτητο, δυσκολεύει την ηνιόχηση, τραβώντας την
ψυχή προς τα κάτω, ελκυόμενο από τη σαγήνη της ύλης. Τα άλογα των θεϊκών ψυχών
είναι και τα δύο ευγενή και το άρμα τους δε σπαράσσεται από τη διττότητα των
ανθρώπινων ψυχών.
Ένα βαθύ, αμνημόνευτο παρελθόν αναμνήσεων μυσταγωγικής ομορφιάς εγχαράσσεται στις ψυχές, κάνοντας τους ανθρώπους να ανατρέχουν συχνά σε αυτό, ενθυμούμενοι τη συνθήκη κατά την οποία, αγνοί και ευδαίμονες, ανέγγιχτοι από τη βία του κακού, διατελούσαν μέσα στην αίγλη μιας αρχέγονης λευκότητας:
«Όμως τότε ήταν ορατή η ομορφιά σε όλη της τη λαμπρότητα, όταν, με τη συνοδεία ενός ευτυχισμένου χορού, ακολουθώντας εμείς μεν το Δία, ενώ άλλοι κάποιον άλλο από τους θεούς, είδαμε το μακάριο όραμα και τελούσαμε τη μυσταγωγία που δίκαια χαρακτηρίζεται ύψιστα μακάρια, αυτήν που γιορτάζαμε με όλο μας το είναι και απρόσβλητοι από τα κακά που μας περίμεναν μετά, ενώ ταυτόχρονα μυούμασταν σε ιερά οράματα που μας παρουσιάζονταν ενιαία, απλά, γαλήνια και μέσα στην πλήρη ευδαιμονία τους, και τα ατενίζαμε μέσα σ’ ένα διαυγές άνοιγμα του φωτός, όντας αγνοί και χωρίς να περιοριζόμαστε από αυτό που τώρα περιφέρουμε ονομάζοντάς το σώμα, και που μέσα του έχουμε δεσμευτεί όπως το στρείδι στο όστρακό του» [Φαίδρος, 250 b,c, μτφρ. Π. Δόικος].
Όταν
η έλξη του άρματος, ως συνόλου, από το γήινο στοιχείο επικρατεί, περιορίζοντας
την ενατένιση των ουσιών και τροφή της ψυχής, το λευκό του φτερού και της αγνότητας εξασθενεί, επέρχεται η
λήθη της ιδανικότητας και το πτέρωμα της ψυχής πέφτει, οδηγώντας την σε ένα μοιραίο
κύκλο ενσαρκώσεων – μετενσαρκώσεων, ηδονών και οδύνης. Ωστόσο η δυνατότητα να
αφυπνιστεί η ανάμνηση της ιδεώδους Ομορφιάς πάντα καιροφυλακτεί, διανοίγοντας
την προοπτική ενός ξεχωριστού τρόπου ζωής∙ αυτής του εραστή, του μυημένου στα
μυστήρια της τελειότητας:
«Όσο για την ομορφιά, αυτή […] έλαμπε ανάμεσα σ’ εκείνα τα οράματα∙ και όταν ήρθαμε εδώ, τη βρήκαμε να λάμπει με τη μεγαλύτερη διαύγεια μέσα στην καθαρότερη από τις αισθήσεις μας» [Φαίδρος, 250 d].
Μέσα
στην όραση. Διακύβευμα του βλέμματος καθίσταται η αναγνώριση, μέσα στο κάλλος
μιας γήινης μορφής, της αντανάκλασης της αρχετυπικής Ομορφιάς, υψωμένης στο
βάθρο της αγνότητάς της, προκαλώντας στον εραστή συναισθήματα θάμβους και ιερής
φρίκης. Τότε η ψυχή καταλαμβάνεται από τον Έρωτα. Η ποιητική - φιλοσοφική - καλλιτεχνική φαντασία τον συλλαμβάνει επίσης φτερωτό, όπως και την ψυχή, άρα δυνητικό φορέα λευκότητας. Γι’ αυτό
και οι αθάνατοι τον αποκαλούν Πτέρωτα, όπως αναφέρουν μερικοί «από τους
πλανόδιους ραψωδούς, που τραγουδούν τα ομηρικά έπη». Εμπνέει στους ανθρώπους
(μαζί με την αφρο-γέννητη [και άλλη μετωνυμία του λευκού] Αφροδίτη) την τέταρτη
έκφανση της θεϊκής μανίας, ως μανίας για το Κάλλος.
Το
ερωτικό όραμα θερμαίνει την ψυχή του ηνιόχου (εδώ ο Πλάτων μοιάζει να υπαινίσσεται μία
ψυχή μέσα στην ψυχή) γεμίζοντάς την με κεντρίσματα του πόθου, ωστόσο το λευκό
άλογο ελέγχει τον εαυτό και δεν ορμά στο αγαπημένο ον. Το μαύρο άλογο αντιθέτως παρασύρει
προς τα μπρος τον ηνίοχο και το λευκό άλογο, θυμίζοντάς τους την ομορφιά των ηδονών.
Απέναντι στην αστραφτερή όψη του αγαπημένου όντος, ο ηνίοχος επιστρέφει, μέσω της
ανάμνησης, στην πρωταρχική φύση της ομορφιάς και τη βλέπει να δεσπόζει πάνω σε
ένα βάθρο αγνότητας. Καταλαμβάνεται τότε από τρόμο και δέος, σα να βρίσκεται
ενώπιον ενός θεού. Τραβά τα ηνία δυνατά, υποχρεώνοντας τα δύο άλογα να καθίσουν
πάνω στους γοφούς τους. Εκθαμβωμένο και γεμάτο ντροπή, το λευκό άλογο διαβρέχει
με ιδρώτα όλη την ψυχή. Το μαύρο άλογο συνεχίζει να ορμά και να αφηνιάζει, μέχρι που
ματωμένο τιθασεύεται από τον ηνίοχο.
Όντας
ένθεος ο ερωτευμένος, στο βαθμό που αφενός είναι κατειλημμένος από τη θεϊκή
μανία για το ιδεατό κάλλος αφετέρου αναγνωρίζει στην όψη του ερώμενου προσώπου
την αντανάκλαση της μορφής του θεϊκού που του προσιδιάζει, εγκολπώνεται την
πεμπτουσία του λευκού: αυτή του πτερωτού έρωτα και της ψυχής που βγάζει νέα φτερά,
τρεφόμενης αποκλειστικά από τη θέαση του Κάλλους. Είναι έτοιμος να θυσιάσει
στο αγαπημένο ον, όπως θα έκανε ενώπιον ενός ιερού αγάλματος ή ενός θεού.
Από τη μεριά του, το ερώμενο πρόσωπο αντικρίζει καθρεφτισμένο στο βλέμμα του ερωτευμένου την πεμπτουσία της ομορφιάς του, ενώ το ρεύμα του ίμερου που προκαλεί το ερώμενο ον στον εραστή επιστρέφεται στο πρώτο, μέσω των ματιών που από τη φύση τους οδηγούν κατευθείαν στην ψυχή, μετατρέποντας τον έρωτα σε αντέρωτα, ως αντανάκλαση, μέσα στην ψυχή, του έρωτα που εισπράττει το ερώμενο ον από τον εραστή.
Μαριάννα Δώδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου